Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελιειδής
μελίεφθον
μελίζω1
μελίζω2
μελίζωρος
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίϊνος
μελίκακι
μελίκηρᾰ
μελικήριον
μελικηρίς
μελίκηρον
μελίκηρος
μελικηρώδης
μελίκομπος
μελικός
μελικράς
μελίκρατον
View word page
μελίκακι
μελίκακι· σκεύασμά τι βρωτὸν μετὰ τυροῦ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελίκακι
Headword (normalized):
μελίκακι
Headword (normalized/stripped):
μελικακι
IDX:
66003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66004
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελίκακι·</span> <span class="foreign greek">σκεύασμά τι βρωτὸν μετὰ τυροῦ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}