Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελίγληνος
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελιειδής
μελίεφθον
μελίζω1
μελίζω2
μελίζωρος
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίϊνος
μελίκακι
μελίκηρᾰ
μελικήριον
μελικηρίς
μελίκηρον
μελίκηρος
μελικηρώδης
μελίκομπος
View word page
μελίθρεπτος
μελῐ/-θρεπτος, ον,
A). honey-fed, AP 9.122 (Evenus?).


ShortDef

honey-fed

Debugging

Headword:
μελίθρεπτος
Headword (normalized):
μελίθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
μελιθρεπτος
IDX:
66000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66001
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελῐ/-θρεπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">honey-fed,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.122 </span> (Evenus?).</div> </div><br><br>'}