Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μέλημα
μελησίμβροτος
μελησμός
μελητέον
Μελητίδης
μέλῐ
μελία
μελιαδής
Μελίαι
μελίαμβοι
μελίβδεσθαι
μελιβόας
μελίβρομος
μελιγαθής
μελίγδουπος
μελιγενέτωρ
μελίγηρυς
μελίγληνος
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελιειδής
View word page
μελίβδεσθαι
μελίβδεσθαι·
μέλλειν
,
Hsch.
(Fort.
μέμβλεσθαι· μέλειν
.)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελίβδεσθαι
Headword (normalized):
μελίβδεσθαι
Headword (normalized/stripped):
μελιβδεσθαι
IDX:
65983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65984
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελίβδεσθαι·</span> <span class="foreign greek">μέλλειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">μέμβλεσθαι· μέλειν</span>.)</div><br><br>'}