Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελησμός
μελητέον
Μελητίδης
μέλῐ
μελία
μελιαδής
Μελίαι
μελίαμβοι
μελίβδεσθαι
μελιβόας
μελίβρομος
μελιγαθής
μελίγδουπος
μελιγενέτωρ
μελίγηρυς
μελίγληνος
View word page
μελιαδής
μελιᾱδής, ές, Dor. and Aeol. for μελιηδής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελιαδής
Headword (normalized):
μελιαδής
Headword (normalized/stripped):
μελιαδης
IDX:
65980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελιᾱδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, Dor. and Aeol. for <span class="foreign greek">μελιηδής</span>.</div><br><br>'}