Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελέτησις
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
μελησμός
μελητέον
Μελητίδης
μέλῐ
μελία
μελιαδής
View word page
μέλη
μέλη, , a sort of cup, Anaxipp. 8 .


ShortDef

a kind of cup

Debugging

Headword:
μέλη
Headword (normalized):
μέλη
Headword (normalized/stripped):
μελη
IDX:
65970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέλη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a sort of cup, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0407.tlg001:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0407.tlg001:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anaxipp.</span> 8 </a>.</div><br><br>'}