Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελεόπονος
μέλεος
μελεόφρων
μελερόν
μελεσίπτερος
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελέτησις
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
μελησίμβροτος
View word page
μελέτησις
μελέτ-ησις, εως, ,
A). = μελέτη , AB 438 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελέτησις
Headword (normalized):
μελέτησις
Headword (normalized/stripped):
μελετησις
IDX:
65964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελέτ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελέτη</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 438 </span>.</div> </div><br><br>'}