Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναιδήμων
ἀναίδην
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδίζομαι
ἀναιδομάχας
ἀναιή
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίκλεια
ἀναίλιπος
ἀναιμακτί
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἀναιμία
ἀναιμόδιτον
ἀναιμορράγητος
ἄναιμος
ἀναιμόσαρκος
ἀναιμότης
ἀναιμόχρους
View word page
ἀναίλιπος
ἀναίλιπος
(cod.
-λειπως
)
· ἀνυπόδητος,
Hsch.
; cf.
νήλιπος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναίλιπος
Headword (normalized):
ἀναίλιπος
Headword (normalized/stripped):
αναιλιπος
IDX:
6594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6595
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναίλιπος</span> (cod. <span class="foreign greek">-λειπως</span>)<span class="foreign greek">· ἀνυπόδητος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">νήλιπος.</span> </div><br><br>'}