Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μέλασμα
μελασμός
μέλδω
μέλε1
μέλε2
μελεάγριον
μελεαγρίς
μελέαγρος
μελεάζω
μελεαί
μελεγγραφής
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδών
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μέλει
View word page
μελεγγραφής
μελεγγρᾰφής
,
ές
,
A).
f.l. for
μελαγγραφής
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελεγγραφής
Headword (normalized):
μελεγγραφής
Headword (normalized/stripped):
μελεγγραφης
IDX:
65940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65941
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελεγγρᾰφής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">μελαγγραφής</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}