Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μέλας
μέλασμα
μελασμός
μέλδω
μέλε1
μέλε2
μελεάγριον
μελεαγρίς
μελέαγρος
μελεάζω
μελεαί
μελεγγραφής
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδών
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
View word page
μελεαί
μελεαί
(
-αιαί
cod.)
· ἀστράγαλοι, ἢ νωθροί
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελεαί
Headword (normalized):
μελεαί
Headword (normalized/stripped):
μελεαι
IDX:
65939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65940
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελεαί</span> (<span class="foreign greek">-αιαί</span> cod.)<span class="foreign greek">· ἀστράγαλοι, ἢ νωθροί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}