Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναιδεύομαι
ἀναιδήμων
ἀναίδην
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδίζομαι
ἀναιδομάχας
ἀναιή
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίκλεια
ἀναίλιπος
ἀναιμακτί
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἀναιμία
ἀναιμόδιτον
ἀναιμορράγητος
ἄναιμος
ἀναιμόσαρκος
ἀναιμότης
View word page
ἀναίκλεια
ἀναίκλεια· ἄδειπνα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναίκλεια
Headword (normalized):
ἀναίκλεια
Headword (normalized/stripped):
αναικλεια
IDX:
6593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6594
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναίκλεια·</span> <span class="foreign greek">ἄδειπνα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}