Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανῶπις
μελάρρινος
μέλας
μέλασμα
μελασμός
μέλδω
μέλε1
μέλε2
μελεάγριον
μελεαγρίς
μελέαγρος
μελεάζω
μελεαί
μελεγγραφής
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδών
μελεδωνεύς
View word page
μελέαγρος
μελέ-αγρος· ἡ κατοικίδιος ὄρνις, Hsch.


ShortDef

Meleager

Debugging

Headword:
μελέαγρος
Headword (normalized):
μελέαγρος
Headword (normalized/stripped):
μελεαγρος
IDX:
65937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελέ-αγρος·</span> <span class="foreign greek">ἡ κατοικίδιος ὄρνις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}