μελάνω
μελάν-ω, intr.,
A). grow black, only in 7.64 Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ .. , μελάνει δέ τε πόντος ὑπ’ αὐτῆς (sc. τῆς φρικός), cf. Pr. 934a15 ; but read πόντον in the second clause and took μελάνει trans., = μελαίνει (sc. Ζέφυρος), makes the sea black:—later writers use μελανέω, intr. (which implies the reading μελανεῖ δέ τε πόντος), Ign. 50 , , 4.1574 ; 836 τὸ καλὸν μελανεῦντα Epigr. 53 ; μικκὴ καὶ μελανεῦσα AP 5.120 ( ).