Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μελανόφυλλος
μελανόχλωρος
μελανόχροος
μέλανσις
μελάνσπερμον
μελάνστερνος
μελαντελχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μελανώδης
μελανῶπις
μελάρρινος
μέλας
View word page
μελάνστερνος
μελάν-στερνος, ον,
A). black-breasted, Jo.Gaz. 2.126 .


ShortDef

black-breasted

Debugging

Headword:
μελάνστερνος
Headword (normalized):
μελάνστερνος
Headword (normalized/stripped):
μελανστερνος
IDX:
65919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελάν-στερνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-breasted</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2578.tlg001:2:126" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2578.tlg001:2.126/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Jo.Gaz.</span> 2.126 </a>.</div> </div><br><br>'}