Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μελανόφυλλος
μελανόχλωρος
μελανόχροος
μέλανσις
μελάνσπερμον
μελάνστερνος
μελαντελχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μελανώδης
μελανῶπις
μελάρρινος
View word page
μελάνσπερμον
μελάν-σπερμον, τό,
A). = μελάνθιον , Dsc. Eup. 2.97 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελάνσπερμον
Headword (normalized):
μελάνσπερμον
Headword (normalized/stripped):
μελανσπερμον
IDX:
65918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65919
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελάν-σπερμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελάνθιον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 2.97 </span>.</div> </div><br><br>'}