Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μελανόφυλλος
μελανόχλωρος
μελανόχροος
μέλανσις
μελάνσπερμον
μελάνστερνος
μελαντελχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
μελάνυδρος
View word page
μελανόφυλλος
μελᾰνό-φυλλος, ον,
A). = μελάμφυλλος, ἴων πτερά Chaerem. 14.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελανόφυλλος
Headword (normalized):
μελανόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
μελανοφυλλος
IDX:
65914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65915
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνό-φυλλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελάμφυλλος, ἴων πτερά</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0328.tlg001:14:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0328.tlg001:14.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Chaerem.</span> 14.13 </a>.</div> </div><br><br>'}