Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μελανόφυλλος
μελανόχλωρος
μελανόχροος
μέλανσις
μελάνσπερμον
μελάνστερνος
μελαντελχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
View word page
μελάνοφρυς
μελάν-οφρυς, υ, gen. υος,
A). black- or beetle-browed, Hdn.Gr. 1.237, Hsch.


ShortDef

black-

Debugging

Headword:
μελάνοφρυς
Headword (normalized):
μελάνοφρυς
Headword (normalized/stripped):
μελανοφρυς
IDX:
65913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65914
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελάν-οφρυς</span>, <span class="itype greek">υ</span>, gen. <span class="itype greek">υος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">beetle-browed</span>, Hdn.Gr. 1.237, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}