Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μελανόφυλλος
μελανόχλωρος
μελανόχροος
μέλανσις
μελάνσπερμον
μελάνστερνος
μελαντελχής
μελαντηρία
View word page
μελανοφορέω
μελᾰνο-φορέω,
A). wear black, Plu. 2.557d .


ShortDef

wear black

Debugging

Headword:
μελανοφορέω
Headword (normalized):
μελανοφορέω
Headword (normalized/stripped):
μελανοφορεω
IDX:
65911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνο-φορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wear black</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.557d </span>.</div> </div><br><br>'}