Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανόστερφος
μελανόστικτος
μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μελανόφυλλος
μελανόχλωρος
μελανόχροος
μέλανσις
μελάνσπερμον
View word page
μελανόφαιος
μελᾰνόφαιος, ον,
A). dark grey, opp. λευκόφ-, of figs, Ath. 3.78a .


ShortDef

dark grey

Debugging

Headword:
μελανόφαιος
Headword (normalized):
μελανόφαιος
Headword (normalized/stripped):
μελανοφαιος
IDX:
65908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνόφαιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dark grey</span>, opp. <span class="foreign greek">λευκόφ-</span>, of figs, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:3:78a" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:3.78a/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 3.78a </a>.</div> </div><br><br>'}