Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
μελανόστικτος
μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μελανόφυλλος
μελανόχλωρος
μελανόχροος
View word page
μελανουρίς
μελᾰν-ουρίς, ίδος, pecul. fem. of sq., AP 6.304 ( Phan.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελανουρίς
Headword (normalized):
μελανουρίς
Headword (normalized/stripped):
μελανουρις
IDX:
65906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65907
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰν-ουρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, pecul. fem. of sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.304 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phan.</span></span>).</div><br><br>'}