Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανός
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
μελανόστικτος
μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μελανόφυλλος
μελανόχλωρος
View word page
μελανουργός
μελᾰν-ουργός,
A). atramentarius, Gloss.


ShortDef

atramentarius

Debugging

Headword:
μελανουργός
Headword (normalized):
μελανουργός
Headword (normalized/stripped):
μελανουργος
IDX:
65905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65906
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰν-ουργός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">atramentarius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}