Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανός
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
μελανόστικτος
μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
View word page
μελανόστολος
μελᾰνό-στολος, ον,
A). black-robed, Plu. 2.372e ; epith. of Isis, Epigr.Gr. 1023.3 (Egypt).


ShortDef

black-robed

Debugging

Headword:
μελανόστολος
Headword (normalized):
μελανόστολος
Headword (normalized/stripped):
μελανοστολος
IDX:
65900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65901
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνό-στολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-robed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.372e </span>; epith. of Isis, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 1023.3 </span> (Egypt).</div> </div><br><br>'}