Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανός
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
μελανόστικτος
μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
View word page
μελανόστικτος
μελᾰνό-στικτος, ον,
A). black-spotted, Arist. Fr. 299 .


ShortDef

black-spotted

Debugging

Headword:
μελανόστικτος
Headword (normalized):
μελανόστικτος
Headword (normalized/stripped):
μελανοστικτος
IDX:
65899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65900
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνό-στικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-spotted</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg051:299" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg051:299/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 299 </a>.</div> </div><br><br>'}