Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανός
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
μελανόστικτος
μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
μελάνουρος
View word page
μελάνοσσος
μελάν-οσσος, ον,
A). black-eyed, v. l. (ap.Sch.) in Il. 21.252 ; cf. μελάνοστος.


ShortDef

black-eyed

Debugging

Headword:
μελάνοσσος
Headword (normalized):
μελάνοσσος
Headword (normalized/stripped):
μελανοσσος
IDX:
65897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελάν-οσσος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-eyed</span>, v. l. (ap.Sch.) in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:21:252" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:21.252/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 21.252 </a>; cf. <span class="foreign greek">μελάνοστος</span>.</div> </div><br><br>'}