Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανός
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
μελανόστικτος
μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
μελανουργός
μελανουρίς
View word page
μελανοσπαλάκισσα
μελᾰνοσπᾰλάκισσα [ᾰκ], , fem. Adj.
A). dark mole-coloured, ἵππος PPetr. 3p.159 (iii B. C.).


ShortDef

dark mole-coloured

Debugging

Headword:
μελανοσπαλάκισσα
Headword (normalized):
μελανοσπαλάκισσα
Headword (normalized/stripped):
μελανοσπαλακισσα
IDX:
65896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνοσπᾰλάκισσα</span> <span class="pron greek">[ᾰκ]</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. Adj. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dark mole-coloured</span>, <span class="quote greek">ἵππος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 3p.159 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}