Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανός
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
μελανόστικτος
μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανοσώματος
μελανότης
View word page
μελανόρριζον
μελᾰνό-ρριζον
,
τό
,
A).
black hellebore
, Ps.-
Dsc.
4.162
.
ShortDef
black hellebore
Debugging
Headword:
μελανόρριζον
Headword (normalized):
μελανόρριζον
Headword (normalized/stripped):
μελανορριζον
IDX:
65894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65895
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνό-ρριζον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black hellebore</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.162 </span>.</div> </div><br><br>'}