Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανός
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
View word page
μελανοποιός
μελᾰνο-ποιός, όν,
A). blackening, Hsch. s.v. μελαινάων .


ShortDef

blackening

Debugging

Headword:
μελανοποιός
Headword (normalized):
μελανοποιός
Headword (normalized/stripped):
μελανοποιος
IDX:
65888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65889
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blackening</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μελαινάων</span> .</div> </div><br><br>'}