Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανός
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
View word page
μελανοπλόκαμος
μελᾰνο-πλόκᾰμος, ον,
A). black-haired, Sch. Pi. O. 6.46 .


ShortDef

black-haired

Debugging

Headword:
μελανοπλόκαμος
Headword (normalized):
μελανοπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
μελανοπλοκαμος
IDX:
65887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνο-πλόκᾰμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-haired</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:6:46" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:6.46/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">O.</span> 6.46 </a>.</div> </div><br><br>'}