Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανοειδής
μελανοείμων
μελανόεις
μελάνοζυξ
μελάνοθριξ
μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
View word page
μελανόμαλλος
μελᾰνό-μαλλος, ον,
A). black-fleeced, Eust. 403.42 .


ShortDef

black-fleeced

Debugging

Headword:
μελανόμαλλος
Headword (normalized):
μελανόμαλλος
Headword (normalized/stripped):
μελανομαλλος
IDX:
65882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνό-μαλλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-fleeced</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:403:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:403.42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 403.42 </a>.</div> </div><br><br>'}