Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανοείμων
μελανόεις
μελάνοζυξ
μελάνοθριξ
μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
View word page
μελανόκωλος
μελᾰνό-κωλος, ον,
A). black-limbed, Zonar.


ShortDef

black-limbed

Debugging

Headword:
μελανόκωλος
Headword (normalized):
μελανόκωλος
Headword (normalized/stripped):
μελανοκωλος
IDX:
65881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65882
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνό-κωλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-limbed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}