Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανοδέρματος
μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανοείμων
μελανόεις
μελάνοζυξ
μελάνοθριξ
μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
View word page
μελανοκόμης
μελᾰνο-κόμης, v. l. for μελαγκόμης in Poll. 2.24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελανοκόμης
Headword (normalized):
μελανοκόμης
Headword (normalized/stripped):
μελανοκομης
IDX:
65880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65881
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνο-κόμης</span>, v. l. for <span class="foreign greek">μελαγκόμης</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 2.24 </a>.</div><br><br>'}