Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελανόγραμμος
μελανοδέρματος
μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανοείμων
μελανόεις
μελάνοζυξ
μελάνοθριξ
μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
View word page
μελανόκολπος
μελᾰνό-κολπος
,
ον
,
A).
darkbosomed
,
Νύξ
prob. for
μεγαλόκολπος
in
B.
Fr.
23
.
ShortDef
darkbosomed
Debugging
Headword:
μελανόκολπος
Headword (normalized):
μελανόκολπος
Headword (normalized/stripped):
μελανοκολπος
IDX:
65879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65880
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνό-κολπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">darkbosomed</span>, <span class="foreign greek">Νύξ</span> prob. for <span class="foreign greek">μεγαλόκολπος</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 23 </span>.</div> </div><br><br>'}