Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελανόγειος
μελανόγραμμος
μελανοδέρματος
μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανοείμων
μελανόεις
μελάνοζυξ
μελάνοθριξ
μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
View word page
μελανοκιοεργός
μελᾰνο-κιοεργός
, dub. sens. in
Tab.Defix.Aud.
255
(Carthage, i A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελανοκιοεργός
Headword (normalized):
μελανοκιοεργός
Headword (normalized/stripped):
μελανοκιοεργος
IDX:
65878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65879
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνο-κιοεργός</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Defix.Aud.</span> 255 </span> (Carthage, i A. D.).</div><br><br>'}