Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανόβροχος
μελανόγειος
μελανόγραμμος
μελανοδέρματος
μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανοείμων
μελανόεις
μελάνοζυξ
μελάνοθριξ
μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
View word page
μελανοκάρδιος
μελᾰνο-κάρδιος, ον,
A). black-hearted, Στυγὸς πέτρα Ar. Ra. 470 .


ShortDef

black-hearted

Debugging

Headword:
μελανοκάρδιος
Headword (normalized):
μελανοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
μελανοκαρδιος
IDX:
65877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνο-κάρδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-hearted</span>, <span class="quote greek">Στυγὸς πέτρα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:470" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:470/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ra.</span> 470 </a> .</div> </div><br><br>'}