Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανίζω
μελάνιον
μελάνιππος
μελανίχροος
μελανόβροχος
μελανόγειος
μελανόγραμμος
μελανοδέρματος
μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανοείμων
μελανόεις
μελάνοζυξ
μελάνοθριξ
μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
View word page
μελανοείμων
μελᾰνο-είμων, ον, gen. ονος,
A). = μελανείμων , Hp. Insomn. 92 ( v.l. μελανείμ- ), Vett. Val. 2.5 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελανοείμων
Headword (normalized):
μελανοείμων
Headword (normalized/stripped):
μελανοειμων
IDX:
65873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνο-είμων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gen. <span class="itype greek">ονος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μελανείμων</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Insomn.</span> 92 </span> ( v.l. <span class="ref greek">μελανείμ-</span> ), Vett. Val.<span class="bibl"> 2.5 </span>.</div> </div><br><br>'}