Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελάνθριξ
μελανία1
μελάνια2
μελανίζω
μελάνιον
μελάνιππος
μελανίχροος
μελανόβροχος
μελανόγειος
μελανόγραμμος
μελανοδέρματος
μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανοείμων
μελανόεις
μελάνοζυξ
μελάνοθριξ
μελανοκάρδιος
μελανοκιοεργός
μελανόκολπος
μελανοκόμης
View word page
μελανοδέρματος
μελᾰνο-δέρμᾰτος, ον,
A). black-skinned, Id. HA 517a14 .


ShortDef

black-skinned

Debugging

Headword:
μελανοδέρματος
Headword (normalized):
μελανοδέρματος
Headword (normalized/stripped):
μελανοδερματος
IDX:
65870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰνο-δέρμᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-skinned</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg014:517a:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg014:517a.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HA</span> 517a14 </a>.</div> </div><br><br>'}