Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελάνδρυον
μελάνδρυος
μελάνδρυς
μελανειδέω
μελανειμονέω
μελανειμοσύνη
μελανείμων
μελανέω
μελάνζοφος
μελάνζωνος
μελάνζωτος
μελανηφόρος
μελανθέᾱ
μελανθέλαιον
μελάνθεμον
μελάνθεον
μελανθής
μελάνθινος
μελάνθιον
μελάνθριξ
μελανία1
View word page
μελάνζωτος
μελάν-ζωτος,
A). v. λευκόζωτος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελάνζωτος
Headword (normalized):
μελάνζωτος
Headword (normalized/stripped):
μελανζωτος
IDX:
65851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65852
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελάν-ζωτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λευκόζωτος</span> .</div> </div><br><br>'}