Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανδόκος
μελανδόχιον
μελάνδρυον
μελάνδρυος
μελάνδρυς
μελανειδέω
μελανειμονέω
μελανειμοσύνη
μελανείμων
μελανέω
μελάνζοφος
μελάνζωνος
μελάνζωτος
μελανηφόρος
μελανθέᾱ
μελανθέλαιον
μελάνθεμον
μελάνθεον
μελανθής
μελάνθινος
μελάνθιον
View word page
μελάνζοφος
μελάν-ζοφος, ον,
A). blackly dark, EM 370.19 .


ShortDef

blackly dark

Debugging

Headword:
μελάνζοφος
Headword (normalized):
μελάνζοφος
Headword (normalized/stripped):
μελανζοφος
IDX:
65849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65850
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελάν-ζοφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blackly dark,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 370.19 </span>.</div> </div><br><br>'}