Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελανδίνης
μελανδόκος
μελανδόχιον
μελάνδρυον
μελάνδρυος
μελάνδρυς
μελανειδέω
μελανειμονέω
μελανειμοσύνη
μελανείμων
μελανέω
μελάνζοφος
μελάνζωνος
μελάνζωτος
μελανηφόρος
μελανθέᾱ
μελανθέλαιον
μελάνθεμον
μελάνθεον
μελανθής
μελάνθινος
View word page
μελανέω
μελανέω,
A). v. μελάνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελανέω
Headword (normalized):
μελανέω
Headword (normalized/stripped):
μελανεω
IDX:
65848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελανέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μελάνω</span> .</div> </div><br><br>'}