Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελάνδειρος
μελάνδετος
μελανδίνης
μελανδόκος
μελανδόχιον
μελάνδρυον
μελάνδρυος
μελάνδρυς
μελανειδέω
μελανειμονέω
μελανειμοσύνη
μελανείμων
μελανέω
μελάνζοφος
μελάνζωνος
μελάνζωτος
μελανηφόρος
μελανθέᾱ
μελανθέλαιον
μελάνθεμον
μελάνθεον
View word page
μελανειμοσύνη
μελᾰν-ειμοσύνη, ,
A). wearing of black robes, Cat.Cod.Astr. 2.161 .


ShortDef

wearing of black robes

Debugging

Headword:
μελανειμοσύνη
Headword (normalized):
μελανειμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μελανειμοσυνη
IDX:
65846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65847
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰν-ειμοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wearing of black robes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.161 </span>.</div> </div><br><br>'}