Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μελαμψίθιος
μελάμψωρος
μέλαν
μελανάγριος
μελανάετος
μελαναθὴρ
μελάναιγις
μελαναίων
μελαναυγής
μελανδανέως
μελάνδειρος
μελάνδετος
μελανδίνης
μελανδόκος
μελανδόχιον
μελάνδρυον
μελάνδρυος
μελάνδρυς
μελανειδέω
μελανειμονέω
μελανειμοσύνη
View word page
μελάνδειρος
μελᾰ/ν-δειρος
,
ὁ
, a small bird, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελάνδειρος
Headword (normalized):
μελάνδειρος
Headword (normalized/stripped):
μελανδειρος
IDX:
65836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65837
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελᾰ/ν-δειρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a small bird, Id.</div><br><br>'}