Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναθυάω
ἀναθυμίαμα
ἀναθυμίασις
ἀναθυμιάω
ἀναθυράζω
ἀναθυρόω
ἀναθύω1
ἀναθύω2
ἀναθωΰξας
ἀναίδεια
ἀναίδεστον
ἀναιδεύομαι
ἀναιδήμων
ἀναίδην
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδίζομαι
ἀναιδομάχας
ἀναιή
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
View word page
ἀναίδεστον
ἀναίδεστον·
ἄμοιρον, ἄτιμον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναίδεστον
Headword (normalized):
ἀναίδεστον
Headword (normalized/stripped):
αναιδεστον
IDX:
6582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6583
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναίδεστον·</span> <span class="foreign greek">ἄμοιρον, ἄτιμον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}