μέλαν
μέλᾰν, ᾰνος, τό, (neut. of μέλας)
A). ink, Phdr. 276c ; τὸ μ. τρίβων , cf. 18.258 , etc.; 5.66 μ. γραφικόν ; used of a drawing material capable of erasure, 1.69 Hyp. 3.72 .
b). cornea, . 14.772
2). = αἰδοῖον, τὸ μ. τῷ μ. συναρμόσαι PMag.Par. 1.403 .