Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελάμπεπλος
μελαμπέραμον
μελαμπέταλος
μελαμπεταλοχίτων
μελάμπετρος
μελαμπόδεια
μελαμεῖον
μελαμπόδιον
μελαμπόρφυρος
μελάμπους
μελαμπράσιον
μελάμπρῳρος
μελάμπυγος
μελάμπυρον
μελαμφαής
μελαμφαρής
μελάμφυλλος
μελάμφωνος
μελαμψήφις
μελαμψίθιος
μελάμψωρος
View word page
μελαμπράσιον
μελαμ-πράσιον, τό,
A). = βαλλωτή , Dsc. 3 . 103 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελαμπράσιον
Headword (normalized):
μελαμπράσιον
Headword (normalized/stripped):
μελαμπρασιον
IDX:
65817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65818
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελαμ-πράσιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βαλλωτή</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3 </span>. <span class="bibl"> 103 </span>.</div> </div><br><br>'}