Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελάμβιος
μελάμβοος
μελαμβόρειος
μελάμβροτος
μελάμβωλος
μελαμπαγής
μελάμπεπλος
μελαμπέραμον
μελαμπέταλος
μελαμπεταλοχίτων
μελάμπετρος
μελαμπόδεια
μελαμεῖον
μελαμπόδιον
μελαμπόρφυρος
μελάμπους
μελαμπράσιον
μελάμπρῳρος
μελάμπυγος
μελάμπυρον
μελαμφαής
View word page
μελάμπετρος
μελάμ-πετρος, ον,
A). with black rocks, Philet. 24 .


ShortDef

with black rocks

Debugging

Headword:
μελάμπετρος
Headword (normalized):
μελάμπετρος
Headword (normalized/stripped):
μελαμπετρος
IDX:
65811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65812
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελάμ-πετρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with black rocks</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philet.</span> 24 </span>.</div> </div><br><br>'}