Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μελάγχλωρος
μελαγχολάω
μελαγχολία
μελαγχολικός
μελάγχολος
μελαγχολώδης
μελάγχροος
μελάθρα
μέλαθρον
μελαθρόω
μέλαινα
μελαινάς
μελαινίς
μελαινονεφής
μελαινόρινες
μελαίνω
μελαμβαθής
μελαμβαφής
μελάμβιος
μελάμβοος
μελαμβόρειος
View word page
μέλαινα
μέλαινα, ,
A). v. μέλας .


ShortDef

disease causing black secretions

Debugging

Headword:
μέλαινα
Headword (normalized):
μέλαινα
Headword (normalized/stripped):
μελαινα
IDX:
65793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέλαινα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέλας</span> .</div> </div><br><br>'}