Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειωτός
μελάγγαιος
μελαγγραφής
μελάγκαρπος
μελαγκέρως
μελαγκευθής
μελάγκολπος
μελαγκόμης
μελαγκορυφίζω
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
μελάγκραιρα
μελαγκράνινος
μελαγκρανίς
μελαγκρήπις
μελάγκροκος
μελάγκωπος
μελαγχαίτης
μελάγχιμος
μελαγχίτων
μελάγχλαινος
View word page
μελάγκουρος
μελάγ-κουρος, ον,
A). black-haired, Ἀσάφεια Emp. 122.4 (v.l.-καρπος).


ShortDef

black-haired

Debugging

Headword:
μελάγκουρος
Headword (normalized):
μελάγκουρος
Headword (normalized/stripped):
μελαγκουρος
IDX:
65772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65773
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελάγ-κουρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-haired</span>, <span class="quote greek">Ἀσάφεια</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:122:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:122.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Emp.</span> 122.4 </a> (v.l.-<span class="itype greek">καρπος</span>).</div> </div><br><br>'}