Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειωτέον
μειώτης
μειωτικός
μειωτός
μελάγγαιος
μελαγγραφής
μελάγκαρπος
μελαγκέρως
μελαγκευθής
μελάγκολπος
μελαγκόμης
μελαγκορυφίζω
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
μελάγκραιρα
μελαγκράνινος
μελαγκρανίς
μελαγκρήπις
μελάγκροκος
μελάγκωπος
μελαγχαίτης
View word page
μελαγκόμης
μελαγ-κόμης, ου, ,
A). black-haired, Poll. 2.24 .


ShortDef

black-haired

Debugging

Headword:
μελαγκόμης
Headword (normalized):
μελαγκόμης
Headword (normalized/stripped):
μελαγκομης
IDX:
65769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μελαγ-κόμης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">black-haired</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 2.24 </a>.</div> </div><br><br>'}