Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι1
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μεῖχμα
μείωμα
μείων
μειώνυμος
μείωσις
μειωτέον
μειώτης
μειωτικός
μειωτός
μελάγγαιος
μελαγγραφής
View word page
μεῖχμα
μεῖχμα, ατος, τό, Aeol. for μεῖγμα, dub. in Alc. Supp. 13.7 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεῖχμα
Headword (normalized):
μεῖχμα
Headword (normalized/stripped):
μειχμα
IDX:
65754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65755
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεῖχμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">μεῖγμα</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.</span> 13.7 </span>.</div><br><br>'}