Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μειονεκτικός
μειονεξία
μειόνως
μειοπυρεξία
μειότης
μειουρία
μειόφρων
μειόω
μειρακεύομαι
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
μειρακιεύομαι
μειράκιον
μειρακιόομαι
μειρακίσκη
μειρακίσκος
μειρακιώδης
μειρακιωδία
μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι1
View word page
μειρακιεξαπάτης
μειρᾰκῐ-εξᾰπάτης [πᾰ],,
A). boy-cheater, Epigr. ap. Hegesand. I.


ShortDef

a boy-cheater

Debugging

Headword:
μειρακιεξαπάτης
Headword (normalized):
μειρακιεξαπάτης
Headword (normalized/stripped):
μειρακιεξαπατης
IDX:
65740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειρᾰκῐ-εξᾰπάτης</span> [<span class="foreign greek">πᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">boy-cheater</span>, Epigr. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hegesand.</span> </span> I.</div> </div><br><br>'}