Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μειλιχόθυμος
μειλιχόμειδος
μείλιχος
μειλιχόφωνος
μειλιχώδης
μεῖξις
μεῖον1
μεῖον2
μεῖον3
μειονεκτέω
μειονεκτικός
μειονεξία
μειόνως
μειοπυρεξία
μειότης
μειουρία
μειόφρων
μειόω
μειρακεύομαι
μειρακιεία
μειρακιεξαπάτης
View word page
μειονεκτικός
μειονεκτ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
disposed to take too little
, opp.
πλεονεκτικός
, ibid.
ShortDef
disposed to take too little
Debugging
Headword:
μειονεκτικός
Headword (normalized):
μειονεκτικός
Headword (normalized/stripped):
μειονεκτικος
IDX:
65730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65731
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μειονεκτ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disposed to take too little</span>, opp. <span class="foreign greek">πλεονεκτικός</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}